ανακρεμαστός

ανακρεμαστός
η , ο , ανάκρεμος, η , ο подвешенный высоко

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ανακρεμαστός" в других словарях:

  • ανακρεμαστός — ή, ό [ανακρεμώ] 1. κρεμασμένος ψηλά, ψηλοκρεμαστός, κρεμαστός 2. το ουδ. ως ουσ. το ανακρεμαστό η ανακρεμασιά* …   Dictionary of Greek

  • ανακρεμώ — ( άω) και άζω 1. κρεμώ εκ νέου, ξανακρεμώ 2. κρεμώ υψηλά, αναρτώ 3. κρεμώ ανάποδα 4. δένω προς το τέλος τής ύφανσης τα τελευταία άκρα τού στημονιού κατά μήκος μιας ράβδου που κρέμεται με σχοινί από το αντί* για να πλησιάσουν αυτά στα μιτάρια και… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»